αριστερισμός

αριστερισμός
ο
η τάση προς τις αριστερές πολιτικές ιδέες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αριστερισμός — ο [αριστερίζω] το να αριστερίζει κάποιος, το να ακολουθεί ιδέες της αριστεράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”